μίττος

μίττος
μίττος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τάξις, σειρά, τόνος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάμιττα — ή κατὰ μίττα (Α) (για κατεργασμένους λίθους) ορθογωνισμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίττος «σειρά, τάξη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”